- καμμονίη
- καμμονίη, ἡ (Α)(επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή τής προθέσεως (κατά) και αφομοίωση (ήτοι: καταμονίη > κατμονίη > καμμονίηπρβλ. και καταβάλλω > κατβάλλω > καββάλλω) είτε < *καμμονή (αντί τού καταμονή < κατάμονος), με επίθημα -ίᾱ για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.